- κερδίων
- κερδῐων comp. adj.,1 more profitable
οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκές N. 5.16
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκές N. 5.16
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κερδίων — κερδίων, κέρδιον (Α) επικερδέστερος, ωφελιμότερος, συμφερότερος («ἐμοὶ δὲ κε κέρδιον εἴη σεῡ ἀφαμαρτούση χθόνα δύμεναι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος. Χρησιμοποιείται ως συγκριτικός βαθμός τού επιθ. κερδαλέος] … Dictionary of Greek
κερδίων — κέρδος gain neut gen pl (doric) κερδαίνω gain pres part act masc nom sg (doric) κερδί̱ων , κερδίων more profitable masc/fem nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρδιστον — κερδίων more profitable masc acc sg κερδίων more profitable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδίστη — κερδίων more profitable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδίστην — κερδίων more profitable fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδίστου — κερδίων more profitable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρδιστος — κερδίων more profitable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρδιον — κερδαίνω gain imperf ind act 3rd pl (doric) κερδαίνω gain imperf ind act 1st sg (doric) κέρδῑον , κερδίων more profitable masc/fem voc comp sg κέρδῑον , κερδίων more profitable neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek
ρίγιον — Α επίρρ. (συγκρ. τού ῥῑγος) 1. ψυχρότερα («ποτὶ ἔσπερα ῥίγιον ἔσται», Ομ. Οδ.) 2. φοβερότερα («[γυναικὸς] κακῆς οὐ ῥίγιον ἄλλο», Ησίοδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός τού ῥῖγος, κατά το αρχ. σχήμα ἄλγος: ἀλίων: ἄλγιστος, κέρδος: κερδίων: κέρδιστος] … Dictionary of Greek
κερδίονος — κερδί̱ονος , κερδίων more profitable gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)